ασυμμόρφωτος

ασυμμόρφωτος
η , ο [ος , ον ] неисправимый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ασυμμόρφωτος" в других словарях:

  • ασυμμόρφωτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε συμμορφώνεται, δεν προσαρμόζεται σε κάτι, αδιόρθωτος: Έχω πειστεί πως, όσα και να του πω, αυτός θα μείνει ασυμμόρφωτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ασυμμόρφωτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει ή που δεν μπορεί να συμμορφωθεί, ο αδιόρθωτος 2. (για χώρο, κατάστημα κ.λπ.) που δεν είναι δυνατόν να τακτοποιηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + συμμορφώνω. Η λ. ασυμμόρφωτοι, μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις …   Dictionary of Greek

  • απλάνιστος — κ. απλανιάριστος, η, ο [πλανίζω] 1. αυτός που δεν πέρασε από πλάνη ξυλουργού, αροκάνιστος 2. ασυμμόρφωτος 3. αγροίκος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»